- ξεινικός
- ξεινικός, -ή, -όν (Α)ιων. τ. βλ. ξενικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεινικός — ξενικός of masc nom sg (ionic) ξενικός of masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενικός — ή, ο (ΑΜ ξενικός, ή, όν, Α και ξενικός, όν ιων. τ. ξεινικός, ή, όν) [ξένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα,… … Dictionary of Greek